ἔχασα

ἔχασα
ἔχᾱσα , χάω
aor ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χάνω — έχασα, χάθηκα, χαμένος, η, ο 1. παύω να έχω κάτι, το στερούμαι: Έχασα το ρολόι μου. 2. ζημιώνομαι, στερούμαι ευχαρίστηση: Έχασες που δεν ήρθες. 3. φρ., «Τα χάνω», σαστίζω. 4. παροιμ., «Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες τι ζητάτε;», για ανίσχυρους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντορός — και τορός, ο 1. τα ίχνη στο χώμα από πατημασιές ανθρώπων ή ζώων 2. φρ. α) «πάω με τον ντορό» ακολουθώ τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν β) «έχασα τον ντορό» i) έχασα τον δρόμο μου ii) έχασα τις συνήθειες μου γ) «μπαίνω στον ντορό» παίρνω τη… …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • λογικό — το (AM λογικόν) (και στον πληθ. τα λογικά) 1. ο νους, η διάνοια, το πνεύμα 2. ο ορθός λόγος, η ορθή κρίση νεοελλ. φρ. α) «έχασα το λογικό μου» ή «έχασα τα λογικά μου» παραφρόνησα β) «έλα στα λογικά σου» σκέψου σωστά, λογικέψου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Virelangue — Un virelangue (ou casse langue ou fourchelangue) est une locution (ou une phrase ou un petit groupe de phrases) à caractère ludique, caractérisée par sa difficulté de prononciation ou de compréhension orale, voire des deux à la fois. On parle… …   Wikipédia en Français

  • Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …   Wikipedia Español

  • ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… …   Dictionary of Greek

  • κλάνω — (I) (Μ κλάνω) 1. αφήνω πορδή, πέρδομαι 2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον νεοελλ. 1. φρ. α) «κλάσε μας...» (σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας β) «τά κλασε» ή «τήν έκλασε» φοβήθηκε γ) «κώλος που κλάνει γιατρό… …   Dictionary of Greek

  • κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”